- θαλασσασφάλεια
- ηασφάλιση των ναυτικών από τους κινδύνους της θάλασσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσασφάλεια — η η ασφάλιση πλοίου ή εμπορευμάτων εναντίον τών κινδύνων τής θάλασσας, η ναυτασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ασφάλεια. Η λ. στον πληθ. θαλασσασφάλειαι μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek